σκοτείνιασμα

σκοτείνιασμα
το, Ν [σκοτεινιάζω]
1. το να πέφτει σκοτάδι κάπου και να γίνεται κάτι σκοτεινό, βύθιση στο σκοτάδι
2. ο ερχομός τής νύχτας, νύχτωμα, βράδιασμα
3. μτφ. α) το να γίνεται κάτι θαμπό, άτονο
β) απώλεια τής καλής ψυχικής διάθεσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκοτείνιασμα — το 1. το να γίνεται κάτι σκοτεινό. 2. νύχτωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαύρωμα — το (Α ἀμαύρωμα) νεοελλ. κηλίδωση, σπίλωση τής φήμης, τού ονόματος αρχ. (για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ βλ. ἀμαυρώνω] …   Dictionary of Greek

  • αντάρα — η (Μ ἀντάρα) 1. αποστασία 2. στενοχώρια νεοελλ. 1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά 2. αναταραχή, ανακάτωμα 3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη 4. σκοτούρα του νου, σύγχυση 5. θόρυβος, αναστάτωση 6. βοή 7. διασκέδαση, ξεφάντωμα 8. στενοχώρια.… …   Dictionary of Greek

  • επηλυγισμός — ἐπηλυγισμός ο (Α) επισκιασμός, σκοτείνιασμα …   Dictionary of Greek

  • επιθόλωσις — ἐπιθόλωσις, ἡ (Α) 1. το θόλωμα, το σκοτείνιασμα 2. μτφ. η επισκότιση, η διατάραξη …   Dictionary of Greek

  • επισκότησις — ἐπισκότησις, ἡ (Α) [επισκοτώ] σκοτείνιασμα …   Dictionary of Greek

  • επισκότιση — η (AM ἐπισκότισις) [επίσκοτίζω] συσκότιση, σκοτείνιασμα …   Dictionary of Greek

  • ζοφερότητα — η (Μ ζοφερότης) [ζοφερός] σκοτεινότητα, σκοτείνιασμα, ζόφος νεοελλ. μτφ. απελπισία, απαισιοδοξία …   Dictionary of Greek

  • ζόφωση — η (AM ζόφωσις) [ζοφώ] συσκότιση, επισκότιση, σκοτείνιασμα νεοελλ. μσν. (για τα μάτια) τύφλωση μσν. θλίψη, μελαγχολία …   Dictionary of Greek

  • κατάχλυσις — κατάχλυσις, ύσεως, ἡ (Μ) ζόφωση, επισκότηση, σκοτείνιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄχλυσις (< ἀχλύω «σκοτεινιάζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”