σκοτείνιασμα — το 1. το να γίνεται κάτι σκοτεινό. 2. νύχτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαύρωμα — το (Α ἀμαύρωμα) νεοελλ. κηλίδωση, σπίλωση τής φήμης, τού ονόματος αρχ. (για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ βλ. ἀμαυρώνω] … Dictionary of Greek
αντάρα — η (Μ ἀντάρα) 1. αποστασία 2. στενοχώρια νεοελλ. 1. θύελλα με σφοδρό άνεμο και συννεφιά 2. αναταραχή, ανακάτωμα 3. σκοτείνιασμα τ’ ουρανού, ομίχλη 4. σκοτούρα του νου, σύγχυση 5. θόρυβος, αναστάτωση 6. βοή 7. διασκέδαση, ξεφάντωμα 8. στενοχώρια.… … Dictionary of Greek
επηλυγισμός — ἐπηλυγισμός ο (Α) επισκιασμός, σκοτείνιασμα … Dictionary of Greek
επιθόλωσις — ἐπιθόλωσις, ἡ (Α) 1. το θόλωμα, το σκοτείνιασμα 2. μτφ. η επισκότιση, η διατάραξη … Dictionary of Greek
επισκότησις — ἐπισκότησις, ἡ (Α) [επισκοτώ] σκοτείνιασμα … Dictionary of Greek
επισκότιση — η (AM ἐπισκότισις) [επίσκοτίζω] συσκότιση, σκοτείνιασμα … Dictionary of Greek
ζοφερότητα — η (Μ ζοφερότης) [ζοφερός] σκοτεινότητα, σκοτείνιασμα, ζόφος νεοελλ. μτφ. απελπισία, απαισιοδοξία … Dictionary of Greek
ζόφωση — η (AM ζόφωσις) [ζοφώ] συσκότιση, επισκότιση, σκοτείνιασμα νεοελλ. μσν. (για τα μάτια) τύφλωση μσν. θλίψη, μελαγχολία … Dictionary of Greek
κατάχλυσις — κατάχλυσις, ύσεως, ἡ (Μ) ζόφωση, επισκότηση, σκοτείνιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄχλυσις (< ἀχλύω «σκοτεινιάζω»)] … Dictionary of Greek